Λεξικόν Δημητράκου
ἐλαφηβόλια [τὰ (ἐνν. ἱερά) ἑορτὴ πρὸς τιμὴν
τῆς ᾿Αρτέμιδος ὡς:
θεᾶς τῆς θήρας : Πλούτ.244}),
ἐλαφηβολια (ἡΙ κ᾿ μσν., ἐπ. ἐλαφηδολίη, τὸ
βάλλειν, τὸ
θηρεύειν ἐλάφους, κυνήγιον ἐλάφων :
Σοφ.Αἴ174 ἢ ῥὰ κλυτῶν
ἐνάρων φευσθεῖσα δώ-
ροις εἴτ᾽ ἐλαφαδολίαις,
Καλλ. Αρτ,262.
ἐλαφηβολιών- νος (6) ἰ ἐνν.
μήν! ὁ ἕνατος μὴν
τοῦ ἀττικοῦ ἔτους,
καθ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὰ ἐλαφη-
βόλια, ἀρχόμενος ἀπὸ
τῆς ἰδης περίπου τοῦ Μαρ-
τίου : Θουκ.4,}|8,
αὐτ.5,19.
ἐλαφηβόλος-ον κ. μσν., δωρ.
ἐλαφᾶβόλος ἰδίως
ἐπὶ τῆς ᾿Αρτέμιδος,
ὁ βάλλων, ὁ τοξεύων ἐλάφους,
κυνηγός"
Σουΐδ. ἐλαφηβόλας, ὁ κυνηγὸς κατα-
χρηστικῶς » Ἰλ. Σ 319 πυκνὰ μάλα στενάχων ὥς
τε λὶς ἠυγένειος, ᾧ
ῥά θ᾽ ὑπὸ σκύμνους ἐλαφη-
βόλος ἁρπάσῃ ἀνήρ, Ὕμν.
εἰς 'Αρτ.2, Σοφ.Τρ.
214 βοᾶτε τὰν ὀμόσπορον
Ἄρτεμιν ᾿Ορτυγίαν,
ἐλαφαβόλον ἀμφίπυρον, Νόνν.Δ 5,463.
--------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου