[28] Πρῶτον μὲν τοίνυν, οὗ πρῶτον ἡ φύσις ἡμῶν ἐδεήθη, διὰ τῆς πόλεως τῆς ἡμετέρας ἐπορίσθη· καὶ γὰρ εἰ μυθώδης ὁ λόγος γέγονεν, ὅμως αὐτῷ καὶ νῦν ῥηθῆναι προσήκει. Δήμητρος γὰρ ἀφικομένης εἰς τὴν χώραν, ὅτ' ἐπλανήθη τῆς Κόρης ἁρπασθείσης, καὶ πρὸς τοὺς προγόνους ἡμῶν εὐμενῶς διατεθείσης ἐκ τῶν εὐεργεσιῶν, ἃς οὐχ οἷόν τ' ἄλλοις ἢ τοῖς μεμυημένοις ἀκούειν, καὶ δούσης – δωρεὰς διττὰς, αἵπερ μέγισται τυγχάνουσιν οὖσαι, τούς τε καρποὺς, οἳ τοῦ μὴ θηριωδῶς ζῆν ἡμᾶς αἴτιοι γεγόνασιν, καὶ τὴν τελετὴν, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν, [29] οὕτως ἡ πόλις ἡμῶν οὐ μόνον θεοφιλῶς, ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπως ἔσχεν, ὥστε κυρία γενομένη τοσούτων ἀγαθῶν οὐκ ἐφθόνησεν τοῖς ἄλλοις, ἀλλ' ὧν ἔλαβεν ἅπασιν μετέδωκεν. Καὶ τὰ μὲν ἔτι καὶ νῦν καθ' ἕκαστον τὸν ἐνιαυτὸν δείκνυμεν, τῶν δὲ συλλήβδην τάς τε χρείας καὶ τὰς ἐργασίας καὶ τὰς ὠφελείας τὰς ἀπ' αὐτῶν γιγνομένας ἐδίδαξεν.
Ἀπόδοσις
[28] Και πρώτα πρώτα αυτό που είχε πρωταρχική και άμεση ανάγκη ο οργανισμός μας το πήρε από την πόλη μας. Μπορεί βέβαια αυτό να είναι μονάχα μύθος, όμως αξίζει και τώρα να τον πω: Η Δήμητρα, μες στις περιπλανήσεις της όταν της έκλεψαν την Κόρη, έφτασε κάποτε στη χώρα μας. Συμπάθησε λοιπόν τους προγόνους μας για όσα καλά της έκαναν —δεν μπορεί άλλος να τα μάθει αυτά εξόν από τους μυημένους στα Ελευσίνια Μυστήρια— και τους χάρισε δώρα διπλά, δώρα που έχουν πολύ μεγάλη αξία: Τους καρπούς της γης από τη μια μεριά, που μας βοήθησαν να μη ζούμε σαν τα θεριά, και τα Μυστήρια της Ελευσίνας απ᾽ την άλλη, που δίνουν ελπίδες γλυκές στους μυημένους για το τέλος της ζωής μας, για την αιωνιότητα.
[29] Η πόλη μας όμως, που ευτύχησε να έχει την αγάπη των θεών, είχε και άμετρη αγάπη για τον άνθρωπο. Τόσα αγαθά που απόχτησε δεν τα έκρυψε ζηλότυπα από τους άλλους· από όσα πήρε σε όλους έδωσε. Και νά, τα Ελευσίνια Μυστήρια και τώρα ακόμα κάθε χρόνο τα τελούμε· τη χρήση πάλι, την καλλιέργεια και την ωφέλεια από τους δημητριακούς καρπούς σε όλους χωρίς εξαίρεση τη δίδαξε. Για όλα αυτά κανείς δε θα μπορούσε να αμφιβάλει, αν μάλιστα προσθέσω λίγα ακόμα.
Η αρπαγή της Περσεφόνης, Οβιδίου Μεταμορφώσεων 5, 438-461
Η μετάφραση του λατινικού κείμενου στα ελληνικά
Ἔν τούτοις ὑπὸ τῆς περιφόβου μητρὸς ματαίως ἡ θυγάτηρ κατὰ
πᾶσαν γῆν καὶ κατὰ πᾶσαν ϑάλασσαν ἐζητήθη. ᾿Εκείνην παύουσαν (ἀπὸ τοῦ νὰ ζητῇ)
δὲν εἶδεν ἡ ᾿Ηὼς μετὰ καθύγρων πλοκάμων ἐρχομένη, οὐδ᾽ ὁ Ἕσπερος. ᾿Αλλ’ ἐκείνη
δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν φλεγομένας πεύκας ἤναψεν ἀπὸ τὴς Αἴτνης καὶ κατὰ τὰς
παγετώδεις νύκτας ἀκαταπαύστως ἔφερε᾽ πάλιν, ὅταν ἡ ἱερὰ ἡμέρα ἡμαύρωνε τοὺς ἀστέρας,
τὴν θυγατέρα ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου μέχρι τὴς δύσεως ἐζήτει. Κεχμηκυΐα δ᾽ ἐκ
τοῦ πόνου δίψαν συνέλεγε, καὶ τὸ στόμα οὐδεμία πηγὴ ἐξέπλυνεν' ὅτε δὲ κατὰ
τύχην εἶδε καλύβην ἐστεγασμένην ὑπὸ χορτοστρώματος; τὰς μικρὰς θύρας ἔκρουσεν. ᾿Αλλ᾽
ἐντεῦθεν ἐξέρχεται γραῖα, καὶ τὴν θεὰν βλέπει, καὶ γλυκὺ ὕδωρ εἰς ταύτην ζητοῦσαν
ἔδωκεν, ὅπερ πρότερον μετὰ ξηρῶν ἀλφίτων εἶχε ψήσει. ᾿Ενῷ δ᾽ ἐκείνη ἔπινε τὸ
δοθὲν (ποτόν), παῖς σχληροῦ στόματος ὤν καὶ θρασὺς ἔστη πρὸ τῆς θεᾶς, καὶ ἐγέλασε
καὶ ἄπληστον ἐκάλεσεν. ᾿Ηγανάκτησε δ᾽ ἡ θεά, καὶ διὰ τοῦ
μή ἔτι ἐκποθέντος μέρους τὰ μεθ' ὕδατος ἀναμεμιγμένα ἄλφιτα κατ' ἐκείνου λαλοῦντο
κατέχεε. Ενέπιε τὸ στόμα στίγματα, καὶ οὗς πρὸ μικροῦ βραχίονος ἔφερε, κνήμας
φέρει, καὶ οὐρὰ πρὸς τὰ μεταθληθέντα μέλη προσετέθη, καὶ εἰς βραχεῖαν μορφήν, ἵνα
μὴ ἔχῃ μεγάλην δύναμιν τοῦ βλάπτειν, συστέλλεται καὶ ὀλιγώτερον έτρον εἰς τὴν
μικρὰν σαύραν εἶνε. Τὴν δὲ γραῖαν θαυμάζουσαν καὶ χλαίουσαν καὶ
παρασκευαζομένην τοῦ τέρατος νὰ ἅψηται φεύγει καὶ κρυπτήριον ζητεῖ, καὶ πρὸς τὸ
χρῶμα κατάλληλον ὄνομα ἔχει, διὰ ποικίλων στιγμάτων ἀστερωπὸς κατὰ τὸ σῶμα.
Το λατινικό κείμενο:
Interea pavidae nequiquam filia matri
omnibus est terris, omni quaesita profundo.
Illam non udis veniens Aurora capillis
cessantem vidit, non Hesperus ; illa duabus
flammiferas pinus manibus succendit ab Aetna
perque pruinosas tulit inrequieta tenebras ;
rursus ubi alma dies hebetarat sidera, natam
solis ab occasu solis quaerebat ad ortus.
Fessa labore sitim conceperat, oraque nulli
conluerant fontes, cum tectam stramine vidit
forte casam parvasque fores pulsavit ; at inde
prodit anus divamque videt lymphamque roganti
dulce dedit, tosta quod texerat ante polenta.
Dum bibit illa datum, duri puer oris et audax
constitit ante deam risitque avidamque vocavit.
Offensa est neque adhuc epota parte loquentem
cum liquido mixta perfudit diva polenta :
conbibit os maculas et, quae modo bracchia gessit,
crura gerit ; cauda est mutatis addita membris,
inque brevem formam, ne sit vis magna nocendi,
contrahitur, parvaque minor mensura lacerta est.
Mirantem flentemque et tangere monstra parantem
fugit anum latebramque petit aptumque pudori
nomen habet variis stellatus corpora guttis.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου